Του Ν. Κλαυσίγελου
Είναι αλήθεια ότι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δεν φημίζονται για την αξιοπιστία των μετρήσεων τους, με βάση τουλάχιστον τις προβλέψεις τους στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, στις οποίες επιβεβαίωσαν τον κανόνα ότι αποτελούν εργαλεία επηρεασμού της κοινής γνώμης κι όχι ψύχραιμης ανάλυσης των τάσεων της κοινωνίας.
Πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, όπου τα ήδη πενιχρά μέσα που διέθεταν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων τείνουν να εξαερωθούν λόγω της οικονομικής κρίσης, η διαπλοκή τους με την πολιτική εξουσία είναι αδιαμφισβήτητη και τα συμβόλαια τα οποία υπογράφουν με ΜΜΕ και πολιτικά
κόμματα τις μετατρέπουν σε στρατιώτες σε διατεταγμένη υπηρεσία.
Ως εκ τούτου, είναι καλό λοιπόν να κρατάμε μικρό καλάθι, όπως διατείνονται εξάλλου και εκπρόσωποί των εταιρειών, οι οποίοι πίσω από αυτή την παραδοχή, επιδιώκουν να κρατήσουν ένα διάτρητο-έστω- φύλλο συκής αξιοπιστίας.
Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, ότι εδώ και μία περίπου εβδομάδα, το εκλογικό επιτελείο του επικεφαλής της Λαϊκής Ενότητας κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη, είχε ενημερωθεί «αρμοδίως» από εκπροσώπους των εταιρειών δημοσκοπήσεων ότι το κόμμα του, στις μετρήσεις που θα ακολουθούσαν, θα κινούνταν μεταξύ… φθοράς και αφθαρσίας: Θα ήταν πολύ κάτω από το κόμμα του κ. Λεβέντη και υποτίθεται ότι θα έδινε μάχη για να μπει στη Βουλή.
Εξήγησαν μάλιστα και την μέθοδο την οποία ακολουθούσαν για να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα: «μαϊμουδεύουν» το δημοσκοπικό δείγμα. Αν δηλαδή, το προβλεπόμενο δείγμα της δημοσκόπησης είναι – για παράδειγμα-, 1.000 άτομα, τηλεφωνούν σε 5.000 ή σε 6.000 άτομα έως ότου μέσω της απόρριψης ή της επιλογής, να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα με βάση πάντα το δείγμα των 1.000 ερωτώμενων.
Με αυτή την «κομπίνα» οι εταιρείες δημοσκοπήσεων είναι απολύτως σύμφωνες με τον κώδικα δεοντολογίας τον οποίον θα πρέπει να τηρούν, αλλά και μπορούν να πλαστογραφούν ταυτόχρονα και τις τάσεις της κοινής γνώμης. Την ίδια μέθοδο, βεβαίως, ακολουθούν απέναντι σε όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα, ανάλογα με τις επιταγές των «πατρόνων» τους, με τους οποίους συναλλάσσονται έναντι βεβαίως αδράς αμοιβής ή τακτοποίησης των φορολογικών τους εκκρεμοτήτων – αλήθεια έχετε δεί έναν εκπρόσωπο εταιρείας δημοσκοπήσεων να παραπέμπεται για φοροδιαφυγή ;
Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα.
Παρά ταύτα, με βάση τα ευρήματα που έχουν έρθει στο φως, θα μπορούσε κανείς να βγάλει ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα για την εκλογική αναμέτρηση:
Κατ΄ αρχάς, ο κ. Π. Λαφάζανης δεν κατόρθωσε να παγιώσει ένα «μέτωπο» εναλλακτικής πολιτικής έκφρασης, που θα τον διαφοροποιούσε από τ΄ άλλα αντιμνημονιακά κόμματα και κυρίως θα του επέτρεπε να προσελκύσει μία σημαντική μερίδα του 62% του «Όχι» του δημοψηφίσματος.
Η ηγετική φυσιογνωμία του κ. Λαφαζάνη, στον οποίον καταλογίζουν ευθύνες για τη στάση του κατά τη διαπραγμάτευση, ο παλαιοκομματισμός τον οποίον εμπνέει, απουσία φρέσκων προσώπων και ιδεών στο υπό σύσταση κόμμα, το «ναυάγιο» της συσπείρωσης γύρω από έναν ενιαίο πόλο της αντιμνημονιακής έκφρασης, ο φόβος για την κόλαση του Δάντη που σύμφωνα με την κυρίαρχη προπαγάνδα εγκυμονεί η έξοδος από το ευρώ, και εν τέλει οι μικροκομματικοί ανταγωνισμοί και «ισορροπίες εξουσίας», λειτούργησαν αποτρεπτικά.
Βεβαίως, το «δημοσκοπικό τοπίο» θα ήταν διαφορετικό αν ο κ. Λαφαζάνης έκανε στην άκρη και ένα άλλο φρέσκο και χωρίς τα «βαρίδια» του παρελθόντος πρόσωπο ηγούταν αυτής της προσπαθειας.
Ο κ. Λαφαζάνης, μ΄ άλλα λόγια, με βάση τις ισχύουσες μετρήσεις, δεν αποτελεί απειλή- προς το παρόν τουλάχιστον-, για τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και συντηρεί την εκλογική του αιμορραγία, αλλά το κυριότερο δεν μπόρεσε να συσπειρώσει γύρω του ούτε ένα σημαντικό μέρος του 25% του «σκληρού» αντιμημονιακού πυρήνα του «Όχι».
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει όμως ότι η είσοδός του στη Βουλή- που θα πρέπει να θεωρείται τελικά δεδομένη-, δημιουργεί σοβαρές παρακαταθήκες για το μέλλον, με βάση την κοινή πεποίθηση ότι το «μνημόνιο δεν βγαίνει», το grexit παραμένει στην ημερήσια διάταξη και, ως επακόλουθο αυτής της κατάστασης, η χώρα θα χρεοκοπήσει- παρά τις διευθετήσεις για το χρέος-, γεγονός που θα πυροδοτήσει απρόβλεπτες πολτικές εξελίξεις.
Η εικόνα όμως δεν είναι τόσο ρόδινη ούτε για τον κ. Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος 10 ημέρες πριν από τις εκλογές αδυνατεί στην πράξη να αυξήσει τη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία παραμένει στο 60%. Αυτό σημαίνει ότι, από την μία πλευρά, αδυνατεί να συσπειρώσει τη μεγάλη μάζα του «Όχι» του δημοψηφίσματος, οι οποίοι εισρέουν μαζικά στη δεξαμενή των αναποφάσιστων (παραμένουν πάνω από 10%) και, από την άλλη πλευρά, λόγω τη στροφής προς την μνημονιακή πολιτική έχει μία συνεχή αιμορραγία προς τη ΝΔ (περίπου 5%)- όπως και προς το κόμμα του κ. Λαφαζάνη.
Ο κ. Τσίπρας, μ΄ άλλα λόγια, «νεκρανάστησε» τη ΝΔ η οποία είχε πέσει σε χειμερία νάρκη λογω της απαξίωσης της από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, μετά την εγκληματική πολιτική του Σαμαρά. Λειτούργησε ως αναπνευστήρας της ώστε να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο.
Η εικόνα όμως αυτή καθίσταται πιο εμφανής λόγω της συνεχούς μείωσης της δημοτικότητας του κ. Τσίπρα, ο οποίος υπερτερεί έναντι του κ. Μεϊμαράκη μόνον όσον αφορά την ικανότητα διαπραγμάτευσης με τους εταίρους γύρω από το νέο μνημόνιο!!!
Εν κατακλείδι, όλα αυτά σημαίνουν ότι το ποιος θα είναι ο νικητής των εκλογών – αν θα είναι ο κ. Τσίπρας ή ο κ. Μεϊμαράκης-, θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να ανακόψει τις διαρροές προς τη ΝΔ και ταυτόχρονα να δώσει μία πειστική πρόταση που θα παρακινήσει τους πολιτικά «άστεγους» ψηφοφόρους του 62% του «όχι» του δημοψηφίσματος να τον εμπιστευθούν.
Το επικοινωνιακό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο, έχοντας το βλέμμα στραμμένο κυρίως στις μετεκλογικές εξελίξεις, βασίζει την τακτική του σε μια αντίφαση: Ότι μπορεί κανείς να πατάει σε δύο βάρκες.
Επιδιώκει, ως εκ τούτου, μία μετωπική σύγκρουση με τον κ. Μεϊμαράκη, με βάση την αρχή ότι κυβέρνηση συνεργασίας- που μοιάζει ωστόσο αναπόφευκτη-, δεν σημαίνει μόνον ότι νοθεύει και, εν τέλει, απεμπολεί την ετοιμότητά του ΣΥΡΙΖΑ για σύγκρουση με το «παλιό κατεστημένο», αλλά και ότι συνηγορεί υπέρ της «αριστερής παρένθεσης», θέλοντας μ΄ αυτόν τον τρόπο να στείλει ένα συναισθηματικό μήνυμα προς την Αριστερά ότι εξακολουθεί να την εκφράζει.
Είναι ένα «ντοστογιεφσκικό» υπαρξιακό πολιτικό δίλημμα, το οποίο μπορεί να υπηρετεί πρόσκαιρες επικοινωνιακές συγκυρίες, αλλά δεν συνάδει με την γενικότερη παγίωση της αντίληψης της κοινής γνώμης ότι ο κ. Αλ. Τσίπρας έχει διαρρήξει τις σχέσεις του με τις ιδέες και τα οράματα της Αριστεράς και πορεύεται σε μια διαδικασία δημιουργίας ενός προσωποκεντρικού «αριστερού»- έστω-, σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το ριζοσπαστισμό της Αριστεράς.
πηγή
Είναι αλήθεια ότι οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δεν φημίζονται για την αξιοπιστία των μετρήσεων τους, με βάση τουλάχιστον τις προβλέψεις τους στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, στις οποίες επιβεβαίωσαν τον κανόνα ότι αποτελούν εργαλεία επηρεασμού της κοινής γνώμης κι όχι ψύχραιμης ανάλυσης των τάσεων της κοινωνίας.
Πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, όπου τα ήδη πενιχρά μέσα που διέθεταν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων τείνουν να εξαερωθούν λόγω της οικονομικής κρίσης, η διαπλοκή τους με την πολιτική εξουσία είναι αδιαμφισβήτητη και τα συμβόλαια τα οποία υπογράφουν με ΜΜΕ και πολιτικά
Ως εκ τούτου, είναι καλό λοιπόν να κρατάμε μικρό καλάθι, όπως διατείνονται εξάλλου και εκπρόσωποί των εταιρειών, οι οποίοι πίσω από αυτή την παραδοχή, επιδιώκουν να κρατήσουν ένα διάτρητο-έστω- φύλλο συκής αξιοπιστίας.
Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, ότι εδώ και μία περίπου εβδομάδα, το εκλογικό επιτελείο του επικεφαλής της Λαϊκής Ενότητας κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη, είχε ενημερωθεί «αρμοδίως» από εκπροσώπους των εταιρειών δημοσκοπήσεων ότι το κόμμα του, στις μετρήσεις που θα ακολουθούσαν, θα κινούνταν μεταξύ… φθοράς και αφθαρσίας: Θα ήταν πολύ κάτω από το κόμμα του κ. Λεβέντη και υποτίθεται ότι θα έδινε μάχη για να μπει στη Βουλή.
Εξήγησαν μάλιστα και την μέθοδο την οποία ακολουθούσαν για να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα: «μαϊμουδεύουν» το δημοσκοπικό δείγμα. Αν δηλαδή, το προβλεπόμενο δείγμα της δημοσκόπησης είναι – για παράδειγμα-, 1.000 άτομα, τηλεφωνούν σε 5.000 ή σε 6.000 άτομα έως ότου μέσω της απόρριψης ή της επιλογής, να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα με βάση πάντα το δείγμα των 1.000 ερωτώμενων.
Με αυτή την «κομπίνα» οι εταιρείες δημοσκοπήσεων είναι απολύτως σύμφωνες με τον κώδικα δεοντολογίας τον οποίον θα πρέπει να τηρούν, αλλά και μπορούν να πλαστογραφούν ταυτόχρονα και τις τάσεις της κοινής γνώμης. Την ίδια μέθοδο, βεβαίως, ακολουθούν απέναντι σε όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα, ανάλογα με τις επιταγές των «πατρόνων» τους, με τους οποίους συναλλάσσονται έναντι βεβαίως αδράς αμοιβής ή τακτοποίησης των φορολογικών τους εκκρεμοτήτων – αλήθεια έχετε δεί έναν εκπρόσωπο εταιρείας δημοσκοπήσεων να παραπέμπεται για φοροδιαφυγή ;
Δυστυχώς αυτή είναι η πραγματικότητα.
Παρά ταύτα, με βάση τα ευρήματα που έχουν έρθει στο φως, θα μπορούσε κανείς να βγάλει ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα για την εκλογική αναμέτρηση:
Κατ΄ αρχάς, ο κ. Π. Λαφάζανης δεν κατόρθωσε να παγιώσει ένα «μέτωπο» εναλλακτικής πολιτικής έκφρασης, που θα τον διαφοροποιούσε από τ΄ άλλα αντιμνημονιακά κόμματα και κυρίως θα του επέτρεπε να προσελκύσει μία σημαντική μερίδα του 62% του «Όχι» του δημοψηφίσματος.
Η ηγετική φυσιογνωμία του κ. Λαφαζάνη, στον οποίον καταλογίζουν ευθύνες για τη στάση του κατά τη διαπραγμάτευση, ο παλαιοκομματισμός τον οποίον εμπνέει, απουσία φρέσκων προσώπων και ιδεών στο υπό σύσταση κόμμα, το «ναυάγιο» της συσπείρωσης γύρω από έναν ενιαίο πόλο της αντιμνημονιακής έκφρασης, ο φόβος για την κόλαση του Δάντη που σύμφωνα με την κυρίαρχη προπαγάνδα εγκυμονεί η έξοδος από το ευρώ, και εν τέλει οι μικροκομματικοί ανταγωνισμοί και «ισορροπίες εξουσίας», λειτούργησαν αποτρεπτικά.
Βεβαίως, το «δημοσκοπικό τοπίο» θα ήταν διαφορετικό αν ο κ. Λαφαζάνης έκανε στην άκρη και ένα άλλο φρέσκο και χωρίς τα «βαρίδια» του παρελθόντος πρόσωπο ηγούταν αυτής της προσπαθειας.
Ο κ. Λαφαζάνης, μ΄ άλλα λόγια, με βάση τις ισχύουσες μετρήσεις, δεν αποτελεί απειλή- προς το παρόν τουλάχιστον-, για τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και συντηρεί την εκλογική του αιμορραγία, αλλά το κυριότερο δεν μπόρεσε να συσπειρώσει γύρω του ούτε ένα σημαντικό μέρος του 25% του «σκληρού» αντιμημονιακού πυρήνα του «Όχι».
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει όμως ότι η είσοδός του στη Βουλή- που θα πρέπει να θεωρείται τελικά δεδομένη-, δημιουργεί σοβαρές παρακαταθήκες για το μέλλον, με βάση την κοινή πεποίθηση ότι το «μνημόνιο δεν βγαίνει», το grexit παραμένει στην ημερήσια διάταξη και, ως επακόλουθο αυτής της κατάστασης, η χώρα θα χρεοκοπήσει- παρά τις διευθετήσεις για το χρέος-, γεγονός που θα πυροδοτήσει απρόβλεπτες πολτικές εξελίξεις.
Η εικόνα όμως δεν είναι τόσο ρόδινη ούτε για τον κ. Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος 10 ημέρες πριν από τις εκλογές αδυνατεί στην πράξη να αυξήσει τη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία παραμένει στο 60%. Αυτό σημαίνει ότι, από την μία πλευρά, αδυνατεί να συσπειρώσει τη μεγάλη μάζα του «Όχι» του δημοψηφίσματος, οι οποίοι εισρέουν μαζικά στη δεξαμενή των αναποφάσιστων (παραμένουν πάνω από 10%) και, από την άλλη πλευρά, λόγω τη στροφής προς την μνημονιακή πολιτική έχει μία συνεχή αιμορραγία προς τη ΝΔ (περίπου 5%)- όπως και προς το κόμμα του κ. Λαφαζάνη.
Ο κ. Τσίπρας, μ΄ άλλα λόγια, «νεκρανάστησε» τη ΝΔ η οποία είχε πέσει σε χειμερία νάρκη λογω της απαξίωσης της από τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, μετά την εγκληματική πολιτική του Σαμαρά. Λειτούργησε ως αναπνευστήρας της ώστε να επανέλθει στο πολιτικό προσκήνιο.
Η εικόνα όμως αυτή καθίσταται πιο εμφανής λόγω της συνεχούς μείωσης της δημοτικότητας του κ. Τσίπρα, ο οποίος υπερτερεί έναντι του κ. Μεϊμαράκη μόνον όσον αφορά την ικανότητα διαπραγμάτευσης με τους εταίρους γύρω από το νέο μνημόνιο!!!
Εν κατακλείδι, όλα αυτά σημαίνουν ότι το ποιος θα είναι ο νικητής των εκλογών – αν θα είναι ο κ. Τσίπρας ή ο κ. Μεϊμαράκης-, θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του ΣΥΡΙΖΑ να ανακόψει τις διαρροές προς τη ΝΔ και ταυτόχρονα να δώσει μία πειστική πρόταση που θα παρακινήσει τους πολιτικά «άστεγους» ψηφοφόρους του 62% του «όχι» του δημοψηφίσματος να τον εμπιστευθούν.
Το επικοινωνιακό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο, έχοντας το βλέμμα στραμμένο κυρίως στις μετεκλογικές εξελίξεις, βασίζει την τακτική του σε μια αντίφαση: Ότι μπορεί κανείς να πατάει σε δύο βάρκες.
Επιδιώκει, ως εκ τούτου, μία μετωπική σύγκρουση με τον κ. Μεϊμαράκη, με βάση την αρχή ότι κυβέρνηση συνεργασίας- που μοιάζει ωστόσο αναπόφευκτη-, δεν σημαίνει μόνον ότι νοθεύει και, εν τέλει, απεμπολεί την ετοιμότητά του ΣΥΡΙΖΑ για σύγκρουση με το «παλιό κατεστημένο», αλλά και ότι συνηγορεί υπέρ της «αριστερής παρένθεσης», θέλοντας μ΄ αυτόν τον τρόπο να στείλει ένα συναισθηματικό μήνυμα προς την Αριστερά ότι εξακολουθεί να την εκφράζει.
Είναι ένα «ντοστογιεφσκικό» υπαρξιακό πολιτικό δίλημμα, το οποίο μπορεί να υπηρετεί πρόσκαιρες επικοινωνιακές συγκυρίες, αλλά δεν συνάδει με την γενικότερη παγίωση της αντίληψης της κοινής γνώμης ότι ο κ. Αλ. Τσίπρας έχει διαρρήξει τις σχέσεις του με τις ιδέες και τα οράματα της Αριστεράς και πορεύεται σε μια διαδικασία δημιουργίας ενός προσωποκεντρικού «αριστερού»- έστω-, σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το ριζοσπαστισμό της Αριστεράς.
πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου