Ιστορική-Κριτική ανάλυση. Μέρος 1ο
Η διαφαινομένη προκήρυξη πρόωρων εθνικών εκλογών, ως αποτέλεσμα της θύελλας που προκάλεσε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία η αλλαγή πλεύσης 180 μοιρών της κυβέρνησης, οδηγώντας τη χώρα στη σύναψη ενός τρίτου μνημονίου, ίσως θα μπορούσε να μας βρει προετοιμασμένους, εάν διαχρονικά αποκωδικοποιούσαμε, την επικοινωνιακή τακτική του Αλέξη Τσίπρα.
Ξεκινάμε από τα γεγονότα του 2008, τα οποία αποδείχθηκαν πως ήταν κομβικής σημασίας, γιατί τότε, κατηγορήθηκε ο ίδιος και το κόμμα του, ότι συμπορεύθηκαν με τους κουκουλοφόρους, μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Ως αποτέλεσμα αυτής της ταύτισης, ήταν και το χαμηλό για τα δεδομένα της εποχής(αρχή της οικονομικής κρίσης, αλλεπάλληλα σκάνδαλα της κυβέρνησης Καραμανλή), ποσοστό 5,04% που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ ,στις εκλογές που έγιναν, ένα χρόνο αργότερα.
Αν το 2008, ο Αλέξης Τσίπρας δεν αποκάλυπτε στα μέσα ενημέρωσης το όραμα του, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει κόμμα εξουσίας, το ποσοστό του στις εκλογές του 2009, δεν θα χαρακτηριζόταν ως ένα αποτέλεσμα κατώτερο των προσδοκιών, αλλά ικανοποιητικό.
Οι περισσότεροι επικοινωνιολόγοι, ερμήνευσαν την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στο να διευρύνει την απήχηση του, στο ίδιο το προφίλ του κόμματος, παραμένοντας σε επίπεδο λόγου ένας πανσπερμικός φορέας διαμαρτυρίας, ,φλερτάροντας ταυτόχρονα με το ΚΚΕ και με το επαναστατικό κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αφαιρώντας την δυνατότητα διεύρυνσης προς τον ήπιο, κεντρώο-σοσιαλδημοκρατικό χώρο, εκεί που βρισκόταν -κατά την άποψη των πολιτικών αναλυτών- η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, των δυσαρεστημένων, αλλά όχι επαναστατημένων ψηφοφόρων, προερχόμενοι από τη μεγάλη δεξαμενή του ΠΑΣΟΚ.
Πρώτος διδάξας της άποψης, πως η εξουσία κερδίζεται όταν ελέγχεται το κέντρο( μεσαίος χώρος), είναι ο επικοινωνιολόγος Γιάννης Λούλης, αναπτύσσοντας την συγκεκριμένη θεωρία στο σύνολο του πρόσφατου συγγραφικού του έργου, πιστεύοντας πως η συνταγή ήταν επιτυχημένη, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου, ιδίως από τις εκλογές του 1996 κι έπειτα. . Η θεωρία του στηρίζεται στην άποψη πως οι έλληνες πολίτες ζητούν μείγματα πολιτικής, κι όχι καθαρό ιδεολογικό λόγο και πως τα πρόσωπα, υπερτερούν των ιδεολογιών.
«Μείγματα δεξιών και αριστερών θέσεων που, ως συνολικό πακέτο, να είναι πειστικά και άρα όχι ανερμάτιστα. Αυτά τα μείγματα πρέπει να αποπνέουν ένα ενιαίο στίγμα που να τα ντύνει ως διακριτό ένδυμα… τα πρόσωπα έχουν υπερκεράσει πλέον τις ιδεολογίες» ( « Η Μάχη του 2007» ).
Ενώ ο φιλόδοξος Αλέξης Τσίπρας, άρχισε σταδιακά από τις αρχές του 2010 να υιοθετεί τις απόψεις Λούλη , το κόμμα του συνέχιζε να διευρύνεται προς τα αριστερά, να γράφονται νέα μέλη , να ενσωματώνονται πολιτικές ομάδες , φτάνοντας εκείνη τη περίοδο τις 11 συνιστώσες( μειοψηφούσαν οι προερχόμενες από το ΠΑΣΟΚ, έναντι αυτών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς), με την ύπαρξη ακόμα και νεόφερτων Τάσεων( όπως τα νεαρά στελέχη της Τροτσκιστικής- μαχητικής Κομμουνιστική Τάσης), κάνοντας την επιθυμητή για αυτόν στροφή στον «μεσαίο χώρο», ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Η προσπάθεια του να πείσει τους αποκαλούμενους « Ανανεωτές», τη δεύτερη μεγαλύτερη πτέρυγα-μετά το Αριστερό Ρεύμα, εντός του ΣΥΝ, για αυτή του την μετατόπιση»( 6ο Έκτακτο Συνέδριο του Συνασπισμού), αντιμετωπίστηκε από τους περισσότερους με δυσπιστία(πλην Παπαδημούλη, Μπαλάφα, Δούρου κι άλλων, που τον πίστεψαν), αντίθετα ο επικεφαλής της Πτέρυγας κι επίσης φιλόδοξος Φώτης Κουβέλης, σήκωσε το γάντι, κρίνοντας πως η δημιουργία ενός νέου κόμματος, πρώτον, θα σηματοδοτούσε μια άτυπη ρεβάνς, από τη χαμένη εσωκομματική μάχη για την ηγεσία του Συνασπισμού και δεύτερον, -παρασυρόμενος κι από τις δημοσκοπήσεις-, ότι οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, θα μπορούσαν ευκολότερα να μετακινηθούν σε καινούριο πολιτικό φορέα του μεσαίου χώρου( ΔΗΜΑΡ), χωρίς τα βαρίδια των αποκαλούμενων «ακραίων συνιστωσών», του ΣΥΡΙΖΑ.
Εν ολίγοις, ήδη από το 2010, ο Αλέξης Τσίπρας θέλοντας πάση θυσία να κυβερνήσει, είχε πάρει τις αποφάσεις του, για τη σταδιακή μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, σε ενιαίο, προσωποκεντρικό κόμμα, με παράλληλη κατάργηση των συνιστωσών και με ιδεολογική και πολιτική μετάλλαξη, μακριά από τις καταστατικές αρχές του κόμματος -που προσδιόριζαν τη Ριζοσπαστική Αριστερά και τον Ευρωκομουνισμό, ασπαζόμενος την δοκιμασμένη και φθαρμένη Σοσιαλδημοκρατία, καθαρά για προσωπικούς λόγους, αλιεύοντας ψηφοφόρους κι από τα δεξιά, μια γενικότερη τακτική που θα παρέπεμπε στο ίδιο πολυσυλλεκτικό-παλαιό και αδιέξοδο μοντέλο των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Με βάση τους εσωκομματικούς συσχετισμούς, ο στόχος του ήταν δύσκολος και χρονοβόρος. Ήταν εγκλωβισμένος, ασφυκτιούσε. Η διέξοδος του ήρθε με το μνημόνιο, που έφερε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου.
Τότε, ο Αλέξης Τσίπρας βρήκε την ευκαιρία να πολιορκήσει το ΠΑΣΟΚ, συνεργαζόμενος με διάφορα στελέχη του, όπως ήταν ο Νίκος Κοτζίας, ο Αλέξης Μητρόπουλος και μέχρι τον Απρίλιο του 2012, που μεταπήδησαν οι δύο βουλευτές του στον ΣΥΡΙΖΑ( Σακοράφα, Κουρουμπλής), είχαν προσχωρήσει στο κόμμα, εκατοντάδες εν δυνάμει ψηφοφόροι του κόμματος, προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ, αλλά κι ένας μικρός αριθμός κεντροδεξιών, μετά το δημόσιο κάλεσμα του Αλέξη Τσίπρα, για συσπείρωση κατά του μνημονίου, απ’ όπου κι αν προέρχεται ο καθένας. Την ίδια στιγμή, εν είδει αντιπερισπασμού, διάφορες συνιστώσες( π.χ ΔΕΑ, ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΙΚΤΥΟ ,ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ) ,συνεπικουρούμενες από το Αριστερό Ρεύμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη και μέρος της νεολαίας, συμμετείχαν σε ακτιβιστικές δράσεις διαρκείας, προκαλώντας αμηχανία στην Κουμουνδούρου( γεγονότα σε Κερατέα και Σκουριές), επίσης ήταν κι αυτές οι ομάδες που πίεζαν να μπει στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το « καμία θυσία για το ευρώ», προκαλώντας έναν επίσης πονοκέφαλο στην τακτική του πρόεδρο του κόμματος, προς την κατεύθυνση υλοποίησης των προσωπικών του φιλοδοξιών.
Η ραγδαία δημοσκοπική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, λίγες βδομάδες πριν τις εκλογές-ορόσημο, τον Μάιο του 2012 και η προοπτική ο Αλέξης Τσίπρας να γίνει πρωθυπουργός, σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, τον οδήγησε στο να αποκαλύψει πως θα ζητούσε τη ψήφο ανοχής, όχι από το ΚΚΕ( πιθανότατα δεν θα του την έδινε), αλλά του κόμματος του Πάνου Καμμένου, τους ΑΝΕΛ, προερχόμενοι από τα σπλάχνα της ΝΔ. Αυτή ήταν η πρώτη δημόσια τοποθέτηση του, μεταλλαγής του ιδεολογικοπολιτικού του πλαισίου, μια ολοφάνερη στροφή, όπου το πλειοψηφικό κομμάτι της βάσης και των στελεχών του κόμματος, αδυνατούσε να παραδεχθεί, πως κάτι τέτοιο συμβαίνει. Πιθανότατα, εάν γινόταν πρωθυπουργός το 2012, να επιφύλασσε το ίδιο «δώρο» στο ακροατήριο του, με το τωρινό, δηλαδή την υλοποίηση του μνημονίου εκείνης της εποχής. Δεν είναι τυχαίο, πως ο Αλέξης Τσίπρας, σε όλες του τις προεκλογικές ομιλίες του 2012, δεν έκανε καμία αναφορά στο συγκεκριμένο σύνθημα-θέση, στο οποίο αναφερθήκαμε (καμία θυσία για το ευρώ), δημιουργώντας την υποψία του καχύποπτου πολιτικού του μέντορα, Αλέκου Αλαβάνου, για μία φιλομνημονιακή στροφή του Τσίπρα, την τελευταία στιγμή, αν η Μέρκελ του έθετε το δίλημμα ή μνημόνιο και ευρώ, ή έξοδος από την ευρωζώνη και δραχμή.
Οι επαναληπτικές εκλογές, λίγες εβδομάδες αργότερα, δεν μπόρεσαν να αποδείξουν περί του λόγου το αληθές, με την επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας και της τρικομματικής, συγκυβέρνησης, που ακολούθησε.
Όμως, τα χέρια του Αλέξη Τσίπρα από το καλοκαίρι του 2012(μετά το 26,89%,) λύθηκαν με μιας, παρότι εξακολουθούσε να ακροβατεί πάνω σε ένα σχοινί που ήταν έτοιμο να κοπεί, κόβοντας το τώρα ο ίδιος, σχεδόν 6 χρονιά μετά, θεωρητικά από θέση ισχύος, πιστεύοντας πως κρατάει το μεγαλύτερο του κομμάτι και σίγουρα αδιαφορώντας για το αριστερό.
Υλοποίησε την πολιτική Λούλη, ελέγχοντας το πολιτικό παιχνίδι προς ίδιον όφελος, με τους εξής τρόπους.
Έχοντας πια υπό τον έλεγχο του την πλειοψηφία των μελών του κόμματος, επέβαλε με σχετική ευκολία τον διακαή του πόθο, την κατάργηση των συνιστωσών, μετατρέποντας το κόμμα σε ενιαίο, άρα και εν δυνάμει αρχηγικό.
Άνοιξε διαύλους επικοινωνίας με επιχειρηματίες, πολιτικούς και δημοσιογράφους, της απέναντι του όχθης, πείθοντας τους για τη στροφή του στον αποκαλούμενο ρεαλισμό και στον μεσαίο χώρο (μια αλλαγή που δεν πάρθηκε από κανένα συλλογικό όργανο του κόμματος του), ζητώντας τους παράλληλα μια έμμεση στήριξη ή ανοχή( επί παραδείγματι Γιάννα Αγγελοπούλου, Κώστας Καραμανλής, Νίκος Χατζηνικολάου).
Με μαεστρία διαχειριζόταν τα διάφορα ακροατήρια, δημιουργώντας ένα θολό τοπίο, για το τι μέλλει γενέσθαι σχετικά με το μνημόνιο και την εναλλακτική του πρόταση. Σε συνέντευξη του στην εκπομπή «Ενικός», στις 4 Νοεμβρίου 2013 δήλωνε « Δεν μπορεί να συμβιβαστεί η έννοια και η ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, με τη συνέχιση του μνημονίου», δύο μέρες αργότερα όμως, σε ομιλία του στο Τέξας των Ηνωμένων Πολιτειών δηλώνει « Η Ελλάδα δεν θα πρέπει και δεν θα το κάνει, να εξέλθει εθελοντικά από την Ευρωζώνη». Άρα, οι ευρωπαίοι εταίροι και οι δανειστές, γνώριζαν ήδη από το 2013 ποιο είναι το δίλημμα που θα του θέσουν, σε περίπτωση που αυτόν έχουν απέναντι τους. Όπερ και εγένετο. Ταυτόχρονα, εξουδετερώνεται και το επιχείρημα Τσίπρα-Δραγασάκη, πως βρέθηκαν στις διαπραγματεύσεις μπροστά σε έναν ωμό εκβιασμό και σε ένα ναρκοθετημένο έδαφος. Γνώριζαν χρόνια πριν για τον εκβιασμό, γνώριζαν χρόνια πριν και για τη νάρκη.(Σύντομα το 2ο Μέρος)
Ο Ιάκωβος Γωγάκης είναι Πολιτικός Επιστήμονας,με Μεταπτυχιακό στην Πολιτική Κοινωνιολογία του Πανεπιστημίου Αθηνών και Κριτικός Κινηματογράφου.
πηγή
Η διαφαινομένη προκήρυξη πρόωρων εθνικών εκλογών, ως αποτέλεσμα της θύελλας που προκάλεσε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία η αλλαγή πλεύσης 180 μοιρών της κυβέρνησης, οδηγώντας τη χώρα στη σύναψη ενός τρίτου μνημονίου, ίσως θα μπορούσε να μας βρει προετοιμασμένους, εάν διαχρονικά αποκωδικοποιούσαμε, την επικοινωνιακή τακτική του Αλέξη Τσίπρα.
Ξεκινάμε από τα γεγονότα του 2008, τα οποία αποδείχθηκαν πως ήταν κομβικής σημασίας, γιατί τότε, κατηγορήθηκε ο ίδιος και το κόμμα του, ότι συμπορεύθηκαν με τους κουκουλοφόρους, μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Ως αποτέλεσμα αυτής της ταύτισης, ήταν και το χαμηλό για τα δεδομένα της εποχής(αρχή της οικονομικής κρίσης, αλλεπάλληλα σκάνδαλα της κυβέρνησης Καραμανλή), ποσοστό 5,04% που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ ,στις εκλογές που έγιναν, ένα χρόνο αργότερα.
Αν το 2008, ο Αλέξης Τσίπρας δεν αποκάλυπτε στα μέσα ενημέρωσης το όραμα του, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει κόμμα εξουσίας, το ποσοστό του στις εκλογές του 2009, δεν θα χαρακτηριζόταν ως ένα αποτέλεσμα κατώτερο των προσδοκιών, αλλά ικανοποιητικό.
Οι περισσότεροι επικοινωνιολόγοι, ερμήνευσαν την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στο να διευρύνει την απήχηση του, στο ίδιο το προφίλ του κόμματος, παραμένοντας σε επίπεδο λόγου ένας πανσπερμικός φορέας διαμαρτυρίας, ,φλερτάροντας ταυτόχρονα με το ΚΚΕ και με το επαναστατικό κομμάτι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, αφαιρώντας την δυνατότητα διεύρυνσης προς τον ήπιο, κεντρώο-σοσιαλδημοκρατικό χώρο, εκεί που βρισκόταν -κατά την άποψη των πολιτικών αναλυτών- η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, των δυσαρεστημένων, αλλά όχι επαναστατημένων ψηφοφόρων, προερχόμενοι από τη μεγάλη δεξαμενή του ΠΑΣΟΚ.
Πρώτος διδάξας της άποψης, πως η εξουσία κερδίζεται όταν ελέγχεται το κέντρο( μεσαίος χώρος), είναι ο επικοινωνιολόγος Γιάννης Λούλης, αναπτύσσοντας την συγκεκριμένη θεωρία στο σύνολο του πρόσφατου συγγραφικού του έργου, πιστεύοντας πως η συνταγή ήταν επιτυχημένη, σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου, ιδίως από τις εκλογές του 1996 κι έπειτα. . Η θεωρία του στηρίζεται στην άποψη πως οι έλληνες πολίτες ζητούν μείγματα πολιτικής, κι όχι καθαρό ιδεολογικό λόγο και πως τα πρόσωπα, υπερτερούν των ιδεολογιών.
«Μείγματα δεξιών και αριστερών θέσεων που, ως συνολικό πακέτο, να είναι πειστικά και άρα όχι ανερμάτιστα. Αυτά τα μείγματα πρέπει να αποπνέουν ένα ενιαίο στίγμα που να τα ντύνει ως διακριτό ένδυμα… τα πρόσωπα έχουν υπερκεράσει πλέον τις ιδεολογίες» ( « Η Μάχη του 2007» ).
Ενώ ο φιλόδοξος Αλέξης Τσίπρας, άρχισε σταδιακά από τις αρχές του 2010 να υιοθετεί τις απόψεις Λούλη , το κόμμα του συνέχιζε να διευρύνεται προς τα αριστερά, να γράφονται νέα μέλη , να ενσωματώνονται πολιτικές ομάδες , φτάνοντας εκείνη τη περίοδο τις 11 συνιστώσες( μειοψηφούσαν οι προερχόμενες από το ΠΑΣΟΚ, έναντι αυτών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς), με την ύπαρξη ακόμα και νεόφερτων Τάσεων( όπως τα νεαρά στελέχη της Τροτσκιστικής- μαχητικής Κομμουνιστική Τάσης), κάνοντας την επιθυμητή για αυτόν στροφή στον «μεσαίο χώρο», ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Η προσπάθεια του να πείσει τους αποκαλούμενους « Ανανεωτές», τη δεύτερη μεγαλύτερη πτέρυγα-μετά το Αριστερό Ρεύμα, εντός του ΣΥΝ, για αυτή του την μετατόπιση»( 6ο Έκτακτο Συνέδριο του Συνασπισμού), αντιμετωπίστηκε από τους περισσότερους με δυσπιστία(πλην Παπαδημούλη, Μπαλάφα, Δούρου κι άλλων, που τον πίστεψαν), αντίθετα ο επικεφαλής της Πτέρυγας κι επίσης φιλόδοξος Φώτης Κουβέλης, σήκωσε το γάντι, κρίνοντας πως η δημιουργία ενός νέου κόμματος, πρώτον, θα σηματοδοτούσε μια άτυπη ρεβάνς, από τη χαμένη εσωκομματική μάχη για την ηγεσία του Συνασπισμού και δεύτερον, -παρασυρόμενος κι από τις δημοσκοπήσεις-, ότι οι δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, θα μπορούσαν ευκολότερα να μετακινηθούν σε καινούριο πολιτικό φορέα του μεσαίου χώρου( ΔΗΜΑΡ), χωρίς τα βαρίδια των αποκαλούμενων «ακραίων συνιστωσών», του ΣΥΡΙΖΑ.
Εν ολίγοις, ήδη από το 2010, ο Αλέξης Τσίπρας θέλοντας πάση θυσία να κυβερνήσει, είχε πάρει τις αποφάσεις του, για τη σταδιακή μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, σε ενιαίο, προσωποκεντρικό κόμμα, με παράλληλη κατάργηση των συνιστωσών και με ιδεολογική και πολιτική μετάλλαξη, μακριά από τις καταστατικές αρχές του κόμματος -που προσδιόριζαν τη Ριζοσπαστική Αριστερά και τον Ευρωκομουνισμό, ασπαζόμενος την δοκιμασμένη και φθαρμένη Σοσιαλδημοκρατία, καθαρά για προσωπικούς λόγους, αλιεύοντας ψηφοφόρους κι από τα δεξιά, μια γενικότερη τακτική που θα παρέπεμπε στο ίδιο πολυσυλλεκτικό-παλαιό και αδιέξοδο μοντέλο των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Με βάση τους εσωκομματικούς συσχετισμούς, ο στόχος του ήταν δύσκολος και χρονοβόρος. Ήταν εγκλωβισμένος, ασφυκτιούσε. Η διέξοδος του ήρθε με το μνημόνιο, που έφερε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου.
Τότε, ο Αλέξης Τσίπρας βρήκε την ευκαιρία να πολιορκήσει το ΠΑΣΟΚ, συνεργαζόμενος με διάφορα στελέχη του, όπως ήταν ο Νίκος Κοτζίας, ο Αλέξης Μητρόπουλος και μέχρι τον Απρίλιο του 2012, που μεταπήδησαν οι δύο βουλευτές του στον ΣΥΡΙΖΑ( Σακοράφα, Κουρουμπλής), είχαν προσχωρήσει στο κόμμα, εκατοντάδες εν δυνάμει ψηφοφόροι του κόμματος, προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ, αλλά κι ένας μικρός αριθμός κεντροδεξιών, μετά το δημόσιο κάλεσμα του Αλέξη Τσίπρα, για συσπείρωση κατά του μνημονίου, απ’ όπου κι αν προέρχεται ο καθένας. Την ίδια στιγμή, εν είδει αντιπερισπασμού, διάφορες συνιστώσες( π.χ ΔΕΑ, ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΙΚΤΥΟ ,ΕΝΕΡΓΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ) ,συνεπικουρούμενες από το Αριστερό Ρεύμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη και μέρος της νεολαίας, συμμετείχαν σε ακτιβιστικές δράσεις διαρκείας, προκαλώντας αμηχανία στην Κουμουνδούρου( γεγονότα σε Κερατέα και Σκουριές), επίσης ήταν κι αυτές οι ομάδες που πίεζαν να μπει στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το « καμία θυσία για το ευρώ», προκαλώντας έναν επίσης πονοκέφαλο στην τακτική του πρόεδρο του κόμματος, προς την κατεύθυνση υλοποίησης των προσωπικών του φιλοδοξιών.
Η ραγδαία δημοσκοπική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, λίγες βδομάδες πριν τις εκλογές-ορόσημο, τον Μάιο του 2012 και η προοπτική ο Αλέξης Τσίπρας να γίνει πρωθυπουργός, σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, τον οδήγησε στο να αποκαλύψει πως θα ζητούσε τη ψήφο ανοχής, όχι από το ΚΚΕ( πιθανότατα δεν θα του την έδινε), αλλά του κόμματος του Πάνου Καμμένου, τους ΑΝΕΛ, προερχόμενοι από τα σπλάχνα της ΝΔ. Αυτή ήταν η πρώτη δημόσια τοποθέτηση του, μεταλλαγής του ιδεολογικοπολιτικού του πλαισίου, μια ολοφάνερη στροφή, όπου το πλειοψηφικό κομμάτι της βάσης και των στελεχών του κόμματος, αδυνατούσε να παραδεχθεί, πως κάτι τέτοιο συμβαίνει. Πιθανότατα, εάν γινόταν πρωθυπουργός το 2012, να επιφύλασσε το ίδιο «δώρο» στο ακροατήριο του, με το τωρινό, δηλαδή την υλοποίηση του μνημονίου εκείνης της εποχής. Δεν είναι τυχαίο, πως ο Αλέξης Τσίπρας, σε όλες του τις προεκλογικές ομιλίες του 2012, δεν έκανε καμία αναφορά στο συγκεκριμένο σύνθημα-θέση, στο οποίο αναφερθήκαμε (καμία θυσία για το ευρώ), δημιουργώντας την υποψία του καχύποπτου πολιτικού του μέντορα, Αλέκου Αλαβάνου, για μία φιλομνημονιακή στροφή του Τσίπρα, την τελευταία στιγμή, αν η Μέρκελ του έθετε το δίλημμα ή μνημόνιο και ευρώ, ή έξοδος από την ευρωζώνη και δραχμή.
Οι επαναληπτικές εκλογές, λίγες εβδομάδες αργότερα, δεν μπόρεσαν να αποδείξουν περί του λόγου το αληθές, με την επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας και της τρικομματικής, συγκυβέρνησης, που ακολούθησε.
Όμως, τα χέρια του Αλέξη Τσίπρα από το καλοκαίρι του 2012(μετά το 26,89%,) λύθηκαν με μιας, παρότι εξακολουθούσε να ακροβατεί πάνω σε ένα σχοινί που ήταν έτοιμο να κοπεί, κόβοντας το τώρα ο ίδιος, σχεδόν 6 χρονιά μετά, θεωρητικά από θέση ισχύος, πιστεύοντας πως κρατάει το μεγαλύτερο του κομμάτι και σίγουρα αδιαφορώντας για το αριστερό.
Υλοποίησε την πολιτική Λούλη, ελέγχοντας το πολιτικό παιχνίδι προς ίδιον όφελος, με τους εξής τρόπους.
Έχοντας πια υπό τον έλεγχο του την πλειοψηφία των μελών του κόμματος, επέβαλε με σχετική ευκολία τον διακαή του πόθο, την κατάργηση των συνιστωσών, μετατρέποντας το κόμμα σε ενιαίο, άρα και εν δυνάμει αρχηγικό.
Άνοιξε διαύλους επικοινωνίας με επιχειρηματίες, πολιτικούς και δημοσιογράφους, της απέναντι του όχθης, πείθοντας τους για τη στροφή του στον αποκαλούμενο ρεαλισμό και στον μεσαίο χώρο (μια αλλαγή που δεν πάρθηκε από κανένα συλλογικό όργανο του κόμματος του), ζητώντας τους παράλληλα μια έμμεση στήριξη ή ανοχή( επί παραδείγματι Γιάννα Αγγελοπούλου, Κώστας Καραμανλής, Νίκος Χατζηνικολάου).
Με μαεστρία διαχειριζόταν τα διάφορα ακροατήρια, δημιουργώντας ένα θολό τοπίο, για το τι μέλλει γενέσθαι σχετικά με το μνημόνιο και την εναλλακτική του πρόταση. Σε συνέντευξη του στην εκπομπή «Ενικός», στις 4 Νοεμβρίου 2013 δήλωνε « Δεν μπορεί να συμβιβαστεί η έννοια και η ιδέα του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, με τη συνέχιση του μνημονίου», δύο μέρες αργότερα όμως, σε ομιλία του στο Τέξας των Ηνωμένων Πολιτειών δηλώνει « Η Ελλάδα δεν θα πρέπει και δεν θα το κάνει, να εξέλθει εθελοντικά από την Ευρωζώνη». Άρα, οι ευρωπαίοι εταίροι και οι δανειστές, γνώριζαν ήδη από το 2013 ποιο είναι το δίλημμα που θα του θέσουν, σε περίπτωση που αυτόν έχουν απέναντι τους. Όπερ και εγένετο. Ταυτόχρονα, εξουδετερώνεται και το επιχείρημα Τσίπρα-Δραγασάκη, πως βρέθηκαν στις διαπραγματεύσεις μπροστά σε έναν ωμό εκβιασμό και σε ένα ναρκοθετημένο έδαφος. Γνώριζαν χρόνια πριν για τον εκβιασμό, γνώριζαν χρόνια πριν και για τη νάρκη.(Σύντομα το 2ο Μέρος)
Ο Ιάκωβος Γωγάκης είναι Πολιτικός Επιστήμονας,με Μεταπτυχιακό στην Πολιτική Κοινωνιολογία του Πανεπιστημίου Αθηνών και Κριτικός Κινηματογράφου.
πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου